- φιλοτέχνημα
- το, -ατοςέργο που έγινε με επιμελημένη τέχνη, προϊόν φιλοτεχνίας, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα, αριστούργημα, έργο τέχνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλοτέχνημα — chef d ceuvre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνημα — το, ΝΜΑ [φιλοτεχνῶ] έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα αρχ. έντεχνα στημένη παγίδα … Dictionary of Greek
φιλοτεχνήμασι — φιλοτέχνημα chef d ceuvre neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεχνήμασιν — φιλοτέχνημα chef d ceuvre neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεχνήματα — φιλοτέχνημα chef d ceuvre neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεχνήματι — φιλοτέχνημα chef d ceuvre neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεχνήματος — φιλοτέχνημα chef d ceuvre neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπόνημα — το, ΝΜ [φιλοπονῶ] έργο που έχει γίνει με φιλοπονία, φιλοτέχνημα … Dictionary of Greek
φοινίκειος — (I) ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), ΐη, ον [φοῑνιξ (III), οίνικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.). (II) ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), ΐη, ον [Φοῑνιξ … Dictionary of Greek
ԱՐՈՒԵՍՏԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0373 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c գ. φιλοτεχνία, φιλοτέχνον, φιλοτέχνημα studium artis, industriae amor, artificium, opus Սէր եւ փոյթ յարուեստս եւʼի ճարտարութիւնս. ճարտարութիւն. *Ուստի՞ մեղուացն եւ սարդիցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)